Anonymous

δυσηλεγής: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσηλεγής]], -ές (Α)<br />[[σκληρός]], [[οδυνηρός]], [[άσπλαχνος]].
|mltxt=[[δυσηλεγής]], -ές (Α)<br />[[σκληρός]], [[οδυνηρός]], [[άσπλαχνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσηλεγής:''' -ές ([[λέγω]], [[αποκοιμίζω]], πρβλ. ταν-ηλεγής), αυτός που ξαπλώνει κάποιον πάνω σε σκληρό [[κρεβάτι]], αυτός που επιφέρει άσχημο ύπνο, λέγεται για τον θάνατο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
}}