Anonymous

διεξελαύνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διεξελαύνω]] (Α) [[εξελαύνω]]<br />[[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]] [[έφιππος]], [[πεζός]] ή [[πάνω]] σε [[άμαξα]].
|mltxt=[[διεξελαύνω]] (Α) [[εξελαύνω]]<br />[[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]] [[έφιππος]], [[πεζός]] ή [[πάνω]] σε [[άμαξα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διεξελαύνω:''' μέλ. <i>-ελάσω</i>, Αττ. <i>-ελῶ</i>, [[εξορμώ]], επιτίθεμαι, [[οδηγώ]] [[εναντίον]], [[επελαύνω]] διαμέσου, [[διέρχομαι]] [[πεζός]] ή [[έφιππος]], απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. τόπου, δ. [[τὰς]] πύλας, στον ίδ.
}}
}}