Anonymous

δυσπολιόρκητος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσπολιόρκητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα κυριεύεται με [[πολιορκία]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα πολιορκείται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσπολιόρκητον</i><br />η [[δυσκολία]] για [[άλωση]] με [[πολιορκία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσπολιόρκητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα κυριεύεται με [[πολιορκία]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα πολιορκείται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσπολιόρκητον</i><br />η [[δυσκολία]] για [[άλωση]] με [[πολιορκία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπολιόρκητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα κυριεύεται με [[πολιορκία]], [[δυσπόρθητος]], σε Ξεν.
}}
}}