Anonymous

δυσδάκρυτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσδάκρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αξίζει [[πολλά]] δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που κλαίει πολύ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δάκρυα δυσδάκρυτα» — δάκρυα αγωνίας.
|mltxt=[[δυσδάκρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αξίζει [[πολλά]] δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που κλαίει πολύ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δάκρυα δυσδάκρυτα» — δάκρυα αγωνίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσδάκρῡτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[πολυδάκρυτος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που κλαίει [[πολύ]], σε Ανθ.
}}
}}