Anonymous

εἶδος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[εἶδος]])<br /><b>1.</b> η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, [[μορφή]], [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> διάφορα αντικείμενα για ορισμένη [[χρήση]] το καθένα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υλική [[ποιότητα]] («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ [[εἶδος]] τών πραγμάτων», Διγ.)<br /><b>2.</b> [[πράγμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> α) χαρακτηριστικά<br />β) [[αγαθά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδέα]] (ως όρος της φιλοσοφίας)<br /><b>2.</b> περιφραστικά με γεν. προσώπ. για να δηλώσει το [[πρόσωπο]] («ἦ σὸν τὸ κλεινὸν [[εἶδος]] Ἠλέκτρας [[τόδε]]» [[[αντί]]: η Ηλέκτρα], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ωραία όψη<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> διακοσμητικά σχέδια<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[ιδιοσυγκρασία]]<br /><b>6.</b> <b>μουσ.</b> η [[μουσική]] [[κλίμακα]] ταυτόσημη με το [[σχήμα]]<br /><b>7.</b> <b>(φιλοσ.)</b> <b>στον πληθ.</b> <i>εἴδη</i><br />σχήματα, διάφορες κατηγορίες ατόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είδος]] <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>εῑδ</i>-<i>ος</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>weid</i>- που σημαίνει «[[βλέπω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> απρμφ. [[ιδείν]] του αορ. [[είδον]]) [[αλλά]] και «[[γνωρίζω]], [[ξέρω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. [[οίδα]] <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>oıδ</i>-<i>a</i> «έχω δει», άρα «[[ξέρω]]»). Ο τ. [[είδος]] αντιστοιχεί μορφολογικά σε αρχ. ινδ. <i>vedas</i>- «[[κτήση]], [[απόκτηση]]», ενώ ο αόρ. [[είδον]] διαφέρει σημασιολογικά από τον αρχ. ινδ. αόρ. <i>avidam</i> «βρήκα, απέκτησα». Στενότερη σημασιολογική [[σχέση]] με το [[είδος]] φαίνεται να παρουσιάζει το αρχ. σλαβ. <i>vidŭ</i> «[[είδος]], [[θεωρία]]» <span style="color: red;"><</span> <i>weido</i>(<i>s</i>), λιθ. <i>veidas</i> «όψη, [[πρόσωπο]]», αρχ. άνω γερμ. <i>wĩsa</i> «[[τρόπος]]». Η λ. [[είδος]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό ενός πολύ μεγάλου αριθμού λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και [[νέας]] Ελληνικής με τη [[μορφή]] -<i>ειδής</i>].
|mltxt=το (AM [[εἶδος]])<br /><b>1.</b> η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, [[μορφή]], [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> διάφορα αντικείμενα για ορισμένη [[χρήση]] το καθένα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υλική [[ποιότητα]] («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ [[εἶδος]] τών πραγμάτων», Διγ.)<br /><b>2.</b> [[πράγμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> α) χαρακτηριστικά<br />β) [[αγαθά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδέα]] (ως όρος της φιλοσοφίας)<br /><b>2.</b> περιφραστικά με γεν. προσώπ. για να δηλώσει το [[πρόσωπο]] («ἦ σὸν τὸ κλεινὸν [[εἶδος]] Ἠλέκτρας [[τόδε]]» [[[αντί]]: η Ηλέκτρα], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ωραία όψη<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> διακοσμητικά σχέδια<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[ιδιοσυγκρασία]]<br /><b>6.</b> <b>μουσ.</b> η [[μουσική]] [[κλίμακα]] ταυτόσημη με το [[σχήμα]]<br /><b>7.</b> <b>(φιλοσ.)</b> <b>στον πληθ.</b> <i>εἴδη</i><br />σχήματα, διάφορες κατηγορίες ατόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είδος]] <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>εῑδ</i>-<i>ος</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>weid</i>- που σημαίνει «[[βλέπω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> απρμφ. [[ιδείν]] του αορ. [[είδον]]) [[αλλά]] και «[[γνωρίζω]], [[ξέρω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. [[οίδα]] <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>oıδ</i>-<i>a</i> «έχω δει», άρα «[[ξέρω]]»). Ο τ. [[είδος]] αντιστοιχεί μορφολογικά σε αρχ. ινδ. <i>vedas</i>- «[[κτήση]], [[απόκτηση]]», ενώ ο αόρ. [[είδον]] διαφέρει σημασιολογικά από τον αρχ. ινδ. αόρ. <i>avidam</i> «βρήκα, απέκτησα». Στενότερη σημασιολογική [[σχέση]] με το [[είδος]] φαίνεται να παρουσιάζει το αρχ. σλαβ. <i>vidŭ</i> «[[είδος]], [[θεωρία]]» <span style="color: red;"><</span> <i>weido</i>(<i>s</i>), λιθ. <i>veidas</i> «όψη, [[πρόσωπο]]», αρχ. άνω γερμ. <i>wĩsa</i> «[[τρόπος]]». Η λ. [[είδος]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό ενός πολύ μεγάλου αριθμού λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και [[νέας]] Ελληνικής με τη [[μορφή]] -<i>ειδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἶδος:''' -εος, τό (*[[εἴδω]] Α),·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που διακρίνει, [[μορφή]], [[σχήμα]], [[φιγούρα]], Λατ. [[species]], [[forma]], σε Όμηρ.· απόλ. με αιτ., [[εἶδος]] [[ἄριστος]] κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μορφή]], είδος, ιδιαίτερο είδος ή [[φύση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ιδιαίτερη [[κατάσταση]] των πραγμάτων ή [[πορεία]], [[εξέλιξη]], ο [[ρους]] της πράξης, της ενέργειας, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[τάξη]], [[κατηγορία]], είδος, [[είτε]] γένους [[είτε]] είδους, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}