Anonymous

ἔγκοιλος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγκοιλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κοίλος]], βαθουλός<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔγκοιλον</i><br />[[κοιλότητα]], [[βαθούλωμα]].
|mltxt=[[ἔγκοιλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κοίλος]], βαθουλός<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔγκοιλον</i><br />[[κοιλότητα]], [[βαθούλωμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔγκοιλος:''' -ον, [[κοίλος]], βαθουλός, σε Πλάτ.
}}
}}