Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἰκάζω: Difference between revisions

From LSJ
1,840 bytes added ,  30 December 2018
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰκάζω]])<br />[[συμπεραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παθ. με [[μέση]] [[σημασία]]) (<i>ει</i>)<i>κάζεται</i><br />μού φαίνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] με [[εικόνα]], φτιάχνω [[ομοίωμα]], [[απεικονίζω]]<br /><b>2.</b> [[παραβάλλω]], [[παρομοιάζω]]<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]] με [[παρομοίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[εικάζω]] [[είναι]] μεταβιβαστικό όπως και το λεσβ. <i>εικάσδω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ομηρ. <i>FεFίσκω</i>) πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>FεFικάζω</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ ρ. <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]». Δεν [[είναι]] βέβαιο αν πρόκειται για μεταρρηματικό ή για μετονοματικό παράγωγο από το θ. της λ. [[εικών]]. Το ρ. [[εικάζω]] και οι συγγενείς [[προς]] αυτό λέξεις σήμαιναν αρχικά «[[εικόνα]], [[ομοιότητα]]», [[κατόπιν]] δε μετέπεσαν στη σημ. «[[σύγκριση]], [[σύνδεση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απεικάζω]], [[προεικάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επεικάζω]], [[κατεικάζω]], [[παρεικάζω]], [[προσεικάζω]], [[συνεικάζω]].
|mltxt=(AM [[εἰκάζω]])<br />[[συμπεραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παθ. με [[μέση]] [[σημασία]]) (<i>ει</i>)<i>κάζεται</i><br />μού φαίνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] με [[εικόνα]], φτιάχνω [[ομοίωμα]], [[απεικονίζω]]<br /><b>2.</b> [[παραβάλλω]], [[παρομοιάζω]]<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]] με [[παρομοίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[εικάζω]] [[είναι]] μεταβιβαστικό όπως και το λεσβ. <i>εικάσδω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ομηρ. <i>FεFίσκω</i>) πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>FεFικάζω</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ ρ. <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]». Δεν [[είναι]] βέβαιο αν πρόκειται για μεταρρηματικό ή για μετονοματικό παράγωγο από το θ. της λ. [[εικών]]. Το ρ. [[εικάζω]] και οι συγγενείς [[προς]] αυτό λέξεις σήμαιναν αρχικά «[[εικόνα]], [[ομοιότητα]]», [[κατόπιν]] δε μετέπεσαν στη σημ. «[[σύγκριση]], [[σύνδεση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απεικάζω]], [[προεικάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επεικάζω]], [[κατεικάζω]], [[παρεικάζω]], [[προσεικάζω]], [[συνεικάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰκάζω:''' παρατ. [[ᾔκαζον]], Ιων. <i>εἴκαζον</i>· μέλ. <i>-άσω</i>, αόρ. αʹ [[ᾔκασα]], Ιων. <i>εἴκασα</i> — Παθ. μέλ. <i>εἰκασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ᾐκάσθην</i>, παρακ. <i>ᾔκασμαι</i>, Ιων. <i>εἴκασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[γίνομαι]] όμοιος με, αναπαριστώ μέσω μίμησης, κάνω το [[πορτραίτο]] κάποιου, σε Ξεν.· <i>εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη</i>, [[φιγούρα]], [[μορφή]] ζωγραφισμένη όμοια προς την [[πραγματικότητα]], σε Ηρόδ.· <i>αἰετὸς εἰκασμένος</i>, [[ομοίωμα]] αετού, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρομοιάζω]], [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· εἰκ. τι [[καί]] τι, σε Ηρόδ.· [[περιγράφω]] μέσω σύγκρισης, παρομοίωσης, στον ίδ. — Παθ., είμαι όμοιος, [[μοιάζω]], <i>τινι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[εξάγω]] [[συμπέρασμα]] από [[σύγκριση]], [[εικάζω]], σε Ηρόδ., Σοφ.· <i>ὡς εἰκάσαι</i>, όσο μπορεί να μαντέψει [[κάποιος]], σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., [[συμπεραίνω]] ότι έτσι έχει η [[υπόθεση]], το [[ζήτημα]], [[μαντεύω]] ότι έτσι είναι ([[εικάζω]]), στον ίδ., Θουκ.· <i>εἰκ. τι ἔκ τινος</i>, σε Αισχύλ., Θουκ.· ἀπό τινος, στον ίδ.· <i>εἰκ. τι</i>, κάνω [[εικασία]] για [[κάτι]], σε Αισχύλ.
}}
}}