3,274,746
edits
(10) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM ἑδραῑος, -α, -ον και ἑδραῑος, -ον)<br />[[ακλόνητος]], [[σταθερός]], [[ακίνητος]] («εδραία [[πεποίθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[έδρα]], στον πρωκτό («εδραίο [[πτερύγιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τεχνίτες ή για την [[εργασία]] τους) [[καθιστικός]], που δεν απαιτεί [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑδραία [[ῥάχις]]» — η [[ράχη]] του αλόγου στην οποία κάθεται ο [[αναβάτης]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑδραῑος [[ὕπνος]]» — [[βαθύς]] ύπνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έδρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>]. | |mltxt=-α, -ο (AM ἑδραῑος, -α, -ον και ἑδραῑος, -ον)<br />[[ακλόνητος]], [[σταθερός]], [[ακίνητος]] («εδραία [[πεποίθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[έδρα]], στον πρωκτό («εδραίο [[πτερύγιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τεχνίτες ή για την [[εργασία]] τους) [[καθιστικός]], που δεν απαιτεί [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑδραία [[ῥάχις]]» — η [[ράχη]] του αλόγου στην οποία κάθεται ο [[αναβάτης]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑδραῑος [[ὕπνος]]» — [[βαθύς]] ύπνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έδρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑδραῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἕδρα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καθιστός]], καθήμενος, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ἑδραία [[ῥάχις]], η [[ράχη]] του αλόγου πάνω στην οποία καθεται ο [[αναβάτης]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κάθεται [[ασάλευτος]], [[ακίνητος]], [[σταθερός]], στον ίδ., Πλάτ. | |||
}} | }} |