ἐγκείρω: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκείρω]] (Α)<br />[[κουρεύω]] («ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ»).
|mltxt=[[ἐγκείρω]] (Α)<br />[[κουρεύω]] («ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκείρω:''' μόνο σε μτχ. Παθ. παρακ., <i>ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ</i>, με κουρεμένο [[κεφάλι]], σε Ευρ.
}}
}}