3,276,952
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐθελοπρόξενος]], ο (Α)<br />αυτός που γίνεται [[πρόξενος]] [[μόνος]] του [[χωρίς]] να του ζητηθεί από την [[πόλη]] την οποία εκπροσωπεί. | |mltxt=[[ἐθελοπρόξενος]], ο (Α)<br />αυτός που γίνεται [[πρόξενος]] [[μόνος]] του [[χωρίς]] να του ζητηθεί από την [[πόλη]] την οποία εκπροσωπεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐθελοπρόξενος:''' -ον, αυτός που εκούσια (από [[μόνος]] του) προσφέρεται για το [[αξίωμα]] του <i>προξένου</i> (βλ. αυτ.), σε Θουκ. | |||
}} | }} |