Anonymous

εἶεν: Difference between revisions

From LSJ
295 bytes added ,  30 December 2018
4
(10)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἶεν]] (Α)<br />[[μόριο]] που χρησιμοποιείται α) στη [[μετάβαση]] από ένα [[ζήτημα]] σε [[άλλο]]<br />[[πάει]] καλά, ας [[είναι]], καλά [[λοιπόν]] («[[εἶεν]] πάρειμ' ἐντεῡθεν ἐς...», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο [[στοιχείο]] στη [[συζήτηση]]<br />έχει [[καλώς]] («[[εἶεν]], ἐρεῑ δέ... Αντιφ.).
|mltxt=[[εἶεν]] (Α)<br />[[μόριο]] που χρησιμοποιείται α) στη [[μετάβαση]] από ένα [[ζήτημα]] σε [[άλλο]]<br />[[πάει]] καλά, ας [[είναι]], καλά [[λοιπόν]] («[[εἶεν]] πάρειμ' ἐντεῡθεν ἐς...», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο [[στοιχείο]] στη [[συζήτηση]]<br />έχει [[καλώς]] («[[εἶεν]], ἐρεῑ δέ... Αντιφ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἶεν:''' [[μόριο]], [[χρήση]] μόνο σε Αττ. διάλογο, [[καλά]]! [[πολύ]] [[καλά]]! Λατ. [[esto]]! ας είναι, [[εἶεν]]· τί [[δῆτα]]; σε Σοφ.· [[εἶεν]]· καὶ δὴ [[τεθνᾶσι]], σε Ευρ.
}}
}}