Anonymous

εἰσρέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσρέω]])<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ρέω [[μέσα]], [[εμβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για χρήματα, πλούτη <b>κ.λπ.</b>) [[εισέρχομαι]] με [[αφθονία]] («εισέρρευσαν χρήματα [[πολλά]]», «πλοῡτος εἰσρεῑ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εισορμώ]].
|mltxt=(AM [[εἰσρέω]])<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ρέω [[μέσα]], [[εμβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για χρήματα, πλούτη <b>κ.λπ.</b>) [[εισέρχομαι]] με [[αφθονία]] («εισέρρευσαν χρήματα [[πολλά]]», «πλοῡτος εἰσρεῑ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εισορμώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, Παθ. αόρ. βʹ (με την [[ίδια]] [[σημασία]]) <i>-ερρύην</i>· χύνομαι προς ή μέσα, σε Ευρ., Πλάτ.
}}
}}