Anonymous

ἑκούσιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἑκούσιος]], -α, -ον και ἐκούσιος, -ον)<br />αυτός που γίνεται με τη θέλησή του, ο ηθελημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί με ελεύθερη [[βούληση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑκούσια</i><br />πράξεις εθελοντικές<br /><b>3.</b> <b>(απρσ.)</b> «ἑκούσιόν ἐστί μοι» — [[είμαι]] [[πρόθυμος]] για [[κάτι]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἑκούσιος]], -α, -ον και ἐκούσιος, -ον)<br />αυτός που γίνεται με τη θέλησή του, ο ηθελημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί με ελεύθερη [[βούληση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑκούσια</i><br />πράξεις εθελοντικές<br /><b>3.</b> <b>(απρσ.)</b> «ἑκούσιόν ἐστί μοι» — [[είμαι]] [[πρόθυμος]] για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑκούσιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἑκών]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για ενέργειες, πράξεις, [[θεληματικός]], [[αβίαστος]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· <i>τὰ ἑκούσια</i>, θεληματικές πράξεις, αντίθ. προς <i>τὰ ἀκούσια</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] όπως το [[ἑκών]], λέγεται για πρόσωπα, με τη θέλησή τους, που πράττουν από ελεύθερη [[βούληση]], σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., <i>-ίως</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἐξ ἑκουσίας</i> (ενν. <i>γνώμης</i>), σε Σοφ.· <i>καθ' ἑκουσίαν</i>, σε Θουκ.
}}
}}