Anonymous

εἰσβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσβάλλω]], Α και ἐσβάλλω)<br />[[εισέρχομαι]] ως [[εχθρός]] σε μια [[χώρα]] («Πελοποννήσιοι... ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εισέρχομαι]] ορμητικά («εισέβαλε στο δωμάτιό μου»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]]<br /><b>2.</b> [[αρχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[μέσα]], [[εισάγω]]<br /><b>2.</b> [[επιβιβάζω]] στο [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> (για [[αρρώστια]]) [[προσβάλλω]]<br /><b>5.</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]], [[συμβάλλω]]<br /><b>6.</b> (για εμπορεύματα) [[εισάγω]].
|mltxt=(AM [[εἰσβάλλω]], Α και ἐσβάλλω)<br />[[εισέρχομαι]] ως [[εχθρός]] σε μια [[χώρα]] («Πελοποννήσιοι... ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εισέρχομαι]] ορμητικά («εισέβαλε στο δωμάτιό μου»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]]<br /><b>2.</b> [[αρχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[μέσα]], [[εισάγω]]<br /><b>2.</b> [[επιβιβάζω]] στο [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> (για [[αρρώστια]]) [[προσβάλλω]]<br /><b>5.</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]], [[συμβάλλω]]<br /><b>6.</b> (για εμπορεύματα) [[εισάγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>·<br /><b class="num">II.</b> [[ρίχνω]] σε, [[μπαίνω]] σε, ακολουθ. από το <i>εἰς</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· Μέσ., επιβιβάζομαι στο [[πλοίο]] κάποιου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., ρίχνομαι σε, κάνω [[επιδρομή]], [[εισβάλλω]] σε, <i>εἰς χώραν</i>, στον ίδ., Αττ.· <i>πρὸς πόλιν εἰσβ</i>., [[πέφτω]] πάνω της, επιδράμω, σε Θουκ.· ποιητ. με αιτ., [[εφορμώ]], ρίχνομαι, [[συναντώ]], [[συμφωνώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ποτάμια, εκχύνομαι, [[πέφτω]] μέσα σε, σε Ηρόδ.
}}
}}