Anonymous

ἐκθλίβω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκθλίβω]])<br /><b>1.</b> [[συμπιέζω]] και [[αφαιρώ]] τον χυμό, [[στίβω]] σταφύλια, φρούτα κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[αποβάλλω]] φθόγγο ή δίφθογγο στο [[τέλος]] λέξεων, όταν η επόμενη [[λέξη]] αρχίζει από [[φωνήεν]] ή δίφθογγο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διώχνω]] κάποιον από τη [[θέση]] του, [[εξωθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[συνωστίζομαι]].
|mltxt=(AM [[ἐκθλίβω]])<br /><b>1.</b> [[συμπιέζω]] και [[αφαιρώ]] τον χυμό, [[στίβω]] σταφύλια, φρούτα κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[αποβάλλω]] φθόγγο ή δίφθογγο στο [[τέλος]] λέξεων, όταν η επόμενη [[λέξη]] αρχίζει από [[φωνήεν]] ή δίφθογγο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διώχνω]] κάποιον από τη [[θέση]] του, [[εξωθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[συνωστίζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκθλίβω:''' [ῐ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]]· [[προξενώ]] [[μεγάλη]] [[θλίψη]], [[καταθλίβω]], σε Ξεν.
}}
}}