Anonymous

ἐκστέφω: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκστέφω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αδειάζω]] ξέχειλο [[ποτήρι]] (αντίθ. [[επιστέφω]])<br /><b>2.</b> [[στολίζω]] με στεφάνια<br /><b>3.</b> (για [[θάλασσα]]) [[χύνω]] θαλασσινό [[νερό]] κυκλικά, σαν [[στεφάνι]].
|mltxt=[[ἐκστέφω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αδειάζω]] ξέχειλο [[ποτήρι]] (αντίθ. [[επιστέφω]])<br /><b>2.</b> [[στολίζω]] με στεφάνια<br /><b>3.</b> (για [[θάλασσα]]) [[χύνω]] θαλασσινό [[νερό]] κυκλικά, σαν [[στεφάνι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στολίζω]], [[διακοσμώ]] με [[στεφάνι]], σε Ευρ.· λέγεται για ικέτες, <i>κρᾶτας ἐξεστεμμένοι</i>, στον ίδ.· [[αλλά]], <i>ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι</i>, με στεφάνια πάνω στα ικετευτικά κλαδιά [[ελιάς]], σε Σοφ.
}}
}}