Anonymous

ἐκδωριεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκδωριεύομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[τέλειος]] [[Δωριεύς]].
|mltxt=[[ἐκδωριεύομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[τέλειος]] [[Δωριεύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδωριεύομαι:''' ([[Δώριος]]), Παθ., [[γίνομαι]] [[εξολοκλήρου]] [[δωρικός]], σε Ηρόδ.
}}
}}