Anonymous

ἐκφεύγω: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξεφεύγω]] (AM [[ἐκφεύγω]])<br />[[φεύγω]] έξω ή [[μακριά]], [[ξεφεύγω]], [[διαφεύγω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[αποφεύγω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> απομακρύνομαι από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> τρέπομαι σε [[φυγή]]<br /><b>3.</b> [[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου καταφεύγοντας [[κοντά]] του<br /><b>4.</b> (για [[ρούχο]]) [[φτάνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />απομακρύνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κατηγορούμενο]]) απαλλάσσομαι από την [[κατηγορία]], αθωώνομαι<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]] τον θάνατο που με απειλεί εξαιτίας κάποιου κινδύνου<br /><b>3.</b> βρίσκομαι [[πέρα]] από ένα όριο, έχω ξεφύγει<br /><b>4.</b> δεν [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] από τις αισθήσεις ή τη [[νόηση]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] απαλλαγμένος, [[ελεύθερος]] από [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[λείπω]], [[παραλείπω]]<br /><b>7.</b> <b>αστρον.</b> (για αστέρες) [[γίνομαι]] [[ορατός]], [[αναφαίνομαι]].
|mltxt=και [[ξεφεύγω]] (AM [[ἐκφεύγω]])<br />[[φεύγω]] έξω ή [[μακριά]], [[ξεφεύγω]], [[διαφεύγω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[αποφεύγω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> απομακρύνομαι από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> τρέπομαι σε [[φυγή]]<br /><b>3.</b> [[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου καταφεύγοντας [[κοντά]] του<br /><b>4.</b> (για [[ρούχο]]) [[φτάνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />απομακρύνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κατηγορούμενο]]) απαλλάσσομαι από την [[κατηγορία]], αθωώνομαι<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]] τον θάνατο που με απειλεί εξαιτίας κάποιου κινδύνου<br /><b>3.</b> βρίσκομαι [[πέρα]] από ένα όριο, έχω ξεφύγει<br /><b>4.</b> δεν [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] από τις αισθήσεις ή τη [[νόηση]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] απαλλαγμένος, [[ελεύθερος]] από [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[λείπω]], [[παραλείπω]]<br /><b>7.</b> <b>αστρον.</b> (για αστέρες) [[γίνομαι]] [[ορατός]], [[αναφαίνομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκφεύγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i> και <i>-ξοῦμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[φεύγω]] έξω ή [[μακριά]], [[διαφεύγω]], αποδρώ, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· αθωώνομαι, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[διαφεύγω]], διαπετεύω, [[ξεφεύγω]], [[ξεφεύγω]], σε Όμηρ. <b>3. α)</b> με αιτ., [[διαφεύγω]], αποδρώ, [[ξεγλιστρώ]], [[δραπετεύω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. <b>β)</b> λέγεται για πράγματα, <i>ἐκφεύγει μέ τι</i>, μου διαφεύγει [[κάτι]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}