Anonymous

ἐκσυρίσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>réc. c.</i> [[ἐκσυρίττω]].
|btext=<i>réc. c.</i> [[ἐκσυρίττω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσῡρίσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναγκάζω]] κάποιον να κατέβει από τη [[σκηνή]] με σφυρίγματα, Λατ. explodere, σε Δημ.
}}
}}