Anonymous

ἔκτρωμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔκτρωμα]])<br /><b>1.</b> [[έμβρυο]] που αποβλήθηκε με [[έκτρωση]], [[εξάμβλωμα]], απόριμμα<br /><b>2.</b> [[τέρας]] ασχήμιας, υπερβολικά άσχημο [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> (μτφ. για ανθρώπους) [[αποκρουστικός]], [[τερατώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόωρος]] [[τοκετός]].
|mltxt=το (AM [[ἔκτρωμα]])<br /><b>1.</b> [[έμβρυο]] που αποβλήθηκε με [[έκτρωση]], [[εξάμβλωμα]], απόριμμα<br /><b>2.</b> [[τέρας]] ασχήμιας, υπερβολικά άσχημο [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> (μτφ. για ανθρώπους) [[αποκρουστικός]], [[τερατώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόωρος]] [[τοκετός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκτρωμα:''' τό, [[βρέφος]] πρόωρα γεννημένο, [[εξάμβλωμα]], [[τέρας]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}