Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἰρωνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰρωνεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[κοροϊδεύω]] με [[λεπτότητα]], [[υπόκριση]] ή υπαινιγμούς<br /><b>2.</b> λέω [[κάτι]] που δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις μου για να περιπαίξω κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]] [[άγνοια]], [[υποκρίνομαι]] με σκοπό να αποκαλύψω το [[σφάλμα]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]] παραλλαγμένη την [[πραγματικότητα]].
|mltxt=(AM [[εἰρωνεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[κοροϊδεύω]] με [[λεπτότητα]], [[υπόκριση]] ή υπαινιγμούς<br /><b>2.</b> λέω [[κάτι]] που δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις μου για να περιπαίξω κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]] [[άγνοια]], [[υποκρίνομαι]] με σκοπό να αποκαλύψω το [[σφάλμα]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]] παραλλαγμένη την [[πραγματικότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰρωνεύομαι:''' αποθ., [[υποκρίνομαι]], δηλ. προσποιητή, ψεύτικη [[άγνοια]], σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, [[προσποιούμαι]], [[προφασίζομαι]], σε Αριστοφ.
}}
}}