Anonymous

ἐλάττωμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐλάττωμα]])<br /><b>1.</b> [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> [[μειονέκτημα]], σωματική [[ατέλεια]] («σωματικό [[ελάττωμα]]», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν ὄψιν», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν λέξιν»)<br /><b>3.</b> [[μειονέκτημα]], ψυχική ή [[ηθική]] [[κατωτερότητα]] («το [[ελάττωμα]] της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)<br /><b>μσν.</b><br />(για περιουσιακά στοιχεία) [[κατάχρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απώλεια]], [[ήττα]].
|mltxt=το (AM [[ἐλάττωμα]])<br /><b>1.</b> [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> [[μειονέκτημα]], σωματική [[ατέλεια]] («σωματικό [[ελάττωμα]]», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν ὄψιν», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν λέξιν»)<br /><b>3.</b> [[μειονέκτημα]], ψυχική ή [[ηθική]] [[κατωτερότητα]] («το [[ελάττωμα]] της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)<br /><b>μσν.</b><br />(για περιουσιακά στοιχεία) [[κατάχρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απώλεια]], [[ήττα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλάττωμα:''' -ατος, τό ([[ἐλαττόω]]), [[μειονέκτημα]], [[ελάττωμα]], [[αδυναμία]], σε Δημ.
}}
}}