3,277,242
edits
(11) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐλάττωμα]])<br /><b>1.</b> [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> [[μειονέκτημα]], σωματική [[ατέλεια]] («σωματικό [[ελάττωμα]]», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν ὄψιν», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν λέξιν»)<br /><b>3.</b> [[μειονέκτημα]], ψυχική ή [[ηθική]] [[κατωτερότητα]] («το [[ελάττωμα]] της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)<br /><b>μσν.</b><br />(για περιουσιακά στοιχεία) [[κατάχρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απώλεια]], [[ήττα]]. | |mltxt=το (AM [[ἐλάττωμα]])<br /><b>1.</b> [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> [[μειονέκτημα]], σωματική [[ατέλεια]] («σωματικό [[ελάττωμα]]», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν ὄψιν», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν λέξιν»)<br /><b>3.</b> [[μειονέκτημα]], ψυχική ή [[ηθική]] [[κατωτερότητα]] («το [[ελάττωμα]] της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)<br /><b>μσν.</b><br />(για περιουσιακά στοιχεία) [[κατάχρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απώλεια]], [[ήττα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλάττωμα:''' -ατος, τό ([[ἐλαττόω]]), [[μειονέκτημα]], [[ελάττωμα]], [[αδυναμία]], σε Δημ. | |||
}} | }} |