Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκτολυπεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκτολυπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]] ένα [[κουβάρι]] μαλλιού ώς το [[τέλος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτελώ]], [[αποτελειώνω]], [[φέρω]] εις [[πέρας]] (α. «χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας», <b>Ησίοδ.</b> β. «οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεύσειν». <b>Αισχ.</b>).
|mltxt=[[ἐκτολυπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]] ένα [[κουβάρι]] μαλλιού ώς το [[τέλος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτελώ]], [[αποτελειώνω]], [[φέρω]] εις [[πέρας]] (α. «χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας», <b>Ησίοδ.</b> β. «οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεύσειν». <b>Αισχ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτολῠπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ξετυλίγω]] [[κουβάρι]] μαλλιού· μεταφ., [[φέρνω]] εις [[πέρας]] εντελώς, [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.
}}
}}