Anonymous

εἰσπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσπέτομαι]] (Α)<br />[[πετώ]] [[προς]] ή [[μέσα]] (α. «ὥς τε [[πέλεια]], ἥ ῥὰ θ' ὑπ' ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» — σαν [[περιστέρα]] που πέταξε [[μέσα]] στην [[κουφάλα]] της πέτρας κυνηγημένη από [[γεράκι]]<br />β. «[[φήμη]] τε [[ἐσέπτατο]] ἐς τὸ [[στρατόπεδον]]» — [[φήμη]] πετούσε, διαδιδόταν [[μέσα]] στο [[στρατόπεδο]]).
|mltxt=[[εἰσπέτομαι]] (Α)<br />[[πετώ]] [[προς]] ή [[μέσα]] (α. «ὥς τε [[πέλεια]], ἥ ῥὰ θ' ὑπ' ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» — σαν [[περιστέρα]] που πέταξε [[μέσα]] στην [[κουφάλα]] της πέτρας κυνηγημένη από [[γεράκι]]<br />β. «[[φήμη]] τε [[ἐσέπτατο]] ἐς τὸ [[στρατόπεδον]]» — [[φήμη]] πετούσε, διαδιδόταν [[μέσα]] στο [[στρατόπεδο]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>εἰσ-επτάμην</i> (σαν να προέρχεται από το <i>εἰσ-[[ίπταμαι]]</i>), επίσης σε Ενεργ. τύπο <i>-έπτην</i>· [[πετώ]] [[εντός]], μέσα, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., για φήμες, πληροφορίες, ειδήσεις, σε Ηρόδ.
}}
}}