Anonymous

ἐκχύτης: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκχύτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[σπάταλος]], [[άσωτος]]<br /><b>2.</b> [[οχετός]], [[διώρυγα]].
|mltxt=[[ἐκχύτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[σπάταλος]], [[άσωτος]]<br /><b>2.</b> [[οχετός]], [[διώρυγα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκχύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ἐκχέω]]), [[άσωτος]], αυτός που διασπαθίζει, σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ.
}}
}}