ἐμπληκτικός: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπληκτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που εκπλήσσεται εύκολα, [[ανόητος]].
|mltxt=[[ἐμπληκτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που εκπλήσσεται εύκολα, [[ανόητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐμπλήσσω]]), αυτός που τρομάζει εύκολα, σε Πλούτ.
}}
}}