Anonymous

ἔμπειρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπειρος]], -ον)<br />αυτός που έχει αποκτήσει [[πείρα]] σε [[τέχνη]], [[επιστήμη]] κ.λπ. («[[έμπειρος]] [[γιατρός]]», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(το ουσ. ως ουδ.) <i>τὸ ἔμπειρον</i><br />η [[εμπειρία]], η [[πείρα]] που έχει αποκτηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]], ο [[εμπειρογνώμονας]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) δοκιμασμένος στη [[χρήση]] («ναυσὶν ἐμπείροις»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπειρος]], -ον)<br />αυτός που έχει αποκτήσει [[πείρα]] σε [[τέχνη]], [[επιστήμη]] κ.λπ. («[[έμπειρος]] [[γιατρός]]», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(το ουσ. ως ουδ.) <i>τὸ ἔμπειρον</i><br />η [[εμπειρία]], η [[πείρα]] που έχει αποκτηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]], ο [[εμπειρογνώμονας]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) δοκιμασμένος στη [[χρήση]] («ναυσὶν ἐμπείροις»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμπειρος:''' -ον (ἐν, [[πεῖρα]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πεπειραμένος]] ή εξασκημένος σε [[κάτι]], αυτός που γνωρίζει, που κατέχει [[κάτι]], [[γνώστης]], με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., <i>οἱ ἔμπειροι</i>, οι πεπειραμένοι, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ναυσὶν ἐμπείροις</i>, με πλοία δοκιμασμένα από τη [[χρήση]] τους, σε Θουκ.· <i>τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν</i>, η μεγαλύτερή τους [[εμπειρία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. [[ἐμπείρως]] τινὸς ἔχειν, [[γνώση]] ενός πράγματος από την [[εμπειρία]], από την [[έκβαση]] ή το αποτέλεσμά του, σε Ξεν.
}}
}}