Anonymous

ἐμβριθής: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐμβριθής]], -ές)<br />πολύ μελετημένος, [[περισπούδαστος]], [[βαθυστόχαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[βαθύς]], [[δυνατός]]<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[ατάραχος]]<br /><b>4.</b> (για [[κακό]]) [[λυπηρός]]<br /><b>5.</b> [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βίαιος]], [[ευέξαπτος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμβριθές</i><br />η [[εμβρίθεια]].
|mltxt=-ές (AM [[ἐμβριθής]], -ές)<br />πολύ μελετημένος, [[περισπούδαστος]], [[βαθυστόχαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[βαθύς]], [[δυνατός]]<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[ατάραχος]]<br /><b>4.</b> (για [[κακό]]) [[λυπηρός]]<br /><b>5.</b> [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βίαιος]], [[ευέξαπτος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμβριθές</i><br />η [[εμβρίθεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβρῑθής:''' -ές (ἐν, [[βρίθω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[βαρύς]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το Λατ. [[gravis]], [[βαρύς]], [[σοβαρός]], [[σπουδαίος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[βαρύς]], [[επαχθής]], [[θλιβερός]], [[οδυνηρός]], σε Αισχύλ.
}}
}}