Anonymous

ἔλλοψ: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔλλοψ]], ο, η και [[ἔλλοπος]] και [[ἐλλός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. τών ψαριών) [[άφωνος]] («ἔλλοπας ιχθῡς»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) οποιοδήποτε [[ψάρι]]<br />β) [[ονομασία]] ψαριού<br />γ) [[φίδι]].
|mltxt=[[ἔλλοψ]], ο, η και [[ἔλλοπος]] και [[ἐλλός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. τών ψαριών) [[άφωνος]] («ἔλλοπας ιχθῡς»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) οποιοδήποτε [[ψάρι]]<br />β) [[ονομασία]] ψαριού<br />γ) [[φίδι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔλλοψ:''' -οπος, [[άφωνος]], [[βουβός]], λέγεται για ψάρια, σε Ηρόδ.
}}
}}