Anonymous

ἐναρμόνιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναρμόνιος]], -ον)<br />[[αρμονικός]], [[μουσικός]], [[μελωδικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> «εναρμόνιοι φθόγγοι» — οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, [[αλλά]] έχουν διαφορετική [[ονομασία]], π.χ. do [[δίεση]] και re ύφεση<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμφωνεί, προσαρμόζεται σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (αρχ. μουσ.) «ἐναρμόνιον [[γένος]]» — μουσικό [[γένος]] που διακρινόταν από το διατονικό και το χρωματικό<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει στο εναρμόνιο [[γένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναρμονίως</i><br /><b>1.</b> με τρόπο αρμονικό, μουσικά, μελωδικά<br /><b>2.</b> ενάρμοστα, συμμετρικά.
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναρμόνιος]], -ον)<br />[[αρμονικός]], [[μουσικός]], [[μελωδικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> «εναρμόνιοι φθόγγοι» — οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, [[αλλά]] έχουν διαφορετική [[ονομασία]], π.χ. do [[δίεση]] και re ύφεση<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμφωνεί, προσαρμόζεται σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (αρχ. μουσ.) «ἐναρμόνιον [[γένος]]» — μουσικό [[γένος]] που διακρινόταν από το διατονικό και το χρωματικό<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει στο εναρμόνιο [[γένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναρμονίως</i><br /><b>1.</b> με τρόπο αρμονικό, μουσικά, μελωδικά<br /><b>2.</b> ενάρμοστα, συμμετρικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐναρμόνιος:''' -ον ([[ἁρμονία]]), [[σύμφωνος]], [[αρμονικός]], [[ταιριαστός]], σε Λουκ.
}}
}}