Anonymous

ἐμπόλημα: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπόλημα]], το (AM)<br />το [[κέρδος]] από το [[εμπόριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπόρευμα]], [[πραμάτεια]], [[φορτίο]] πλοίου.
|mltxt=[[ἐμπόλημα]], το (AM)<br />το [[κέρδος]] από το [[εμπόριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπόρευμα]], [[πραμάτεια]], [[φορτίο]] πλοίου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπόλημα:''' -ατος, τό (ἐμπόλαω),<br /><b class="num">I.</b> [[εμπόρευμα]], η ύλη που γίνεται [[αντικείμενο]] εμπορίου, [[πραμάτεια]], φορτίο πλοίου, [[εμπόρευμα]], στον Σοφ. (μεταφ.), Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[κέρδος]] που προέρχεται από [[εμπόριο]], σε Θεόφρ.
}}
}}