Anonymous

ἐλύω: Difference between revisions

From LSJ
915 bytes added ,  30 December 2018
4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλύω]] και ἑλύω και [[εἰλύω]] (Α)<br />[[τυλίγω]], [[περιελίσσω]], κουλούριάζω.
|mltxt=[[ἐλύω]] και ἑλύω και [[εἰλύω]] (Α)<br />[[τυλίγω]], [[περιελίσσω]], κουλούριάζω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλύω:''' Αττ. ἕλύω, [[κυλώ]] (πρβλ. [[εἰλύω]])·<br /><b class="num">I.</b> μόνο σε Παθ. αόρ. αʹ ἐπὶ γαῖαν [[ἐλύσθη]], κύλησε στο [[έδαφος]], στο [[χώμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[προπάροιθε]] ποδῶνἈχιλῆος [[ἐλυσθείς]], κουβαριασμένος, κουλουριασμένος [[μπροστά]] στα πόδια του Αχιλλέα, στο ίδ.· ὑπὸ γαστέρ' [[ἐλυσθείς]], αυτός που ζάρωσε, κουλουριάστηκε, διπλώθηκε [[κάτω]] από (την [[πίεση]]) της κοιλιάς, του στομαχιού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[εἰλύω]], [[τυλίγω]], [[περιτυλίγω]], [[διπλώνω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]], σε Απολλ. Ρόδ.
}}
}}