3,274,418
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔμφρουρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή τοποθετεί [[φρουρά]] για τη δική του [[προστασία]] («ἅτ' ἐμφρούρων ὄντων Ἀθηναίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτελεί [[υπηρεσία]] φρουρού<br /><b>3.</b> αυτός που φρουρείται, φρουρούμενος, επιτηρούμενος<br /><b>4.</b> [[φυλακισμένος]], σε περιορισμό. | |mltxt=[[ἔμφρουρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή τοποθετεί [[φρουρά]] για τη δική του [[προστασία]] («ἅτ' ἐμφρούρων ὄντων Ἀθηναίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτελεί [[υπηρεσία]] φρουρού<br /><b>3.</b> αυτός που φρουρείται, φρουρούμενος, επιτηρούμενος<br /><b>4.</b> [[φυλακισμένος]], σε περιορισμό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔμφρουρος:''' -ον (ἐν),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φρουρεί ένα [[μέρος]]· <i>οἱ ἔμφρουροι</i>, [[φρουρά]], φύλακες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., ο φρουρούμενος, σε Δημ. | |||
}} | }} |