Anonymous

ἐνθουσιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐνθουσιαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που προκαλεί ή εμπνέει ενθουσιασμό («τὰ μὲν ἠθικά, τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δ' ἐνθουσιαστικὰ τιθέντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] εμπνεύσεως ή ενθουσιασμού, εμπνευσμένος («ἐνθουσιαστική [[ἔκστασις]]», Ιάμβλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνθουσιαστικόν</i><br />[[ενθουσιασμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενθουσιαστικώς</i>, -<i>ά</i><br />με ενθουσιασμό, με τρόπο που εμπνέει ενθουσιασμό.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐνθουσιαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που προκαλεί ή εμπνέει ενθουσιασμό («τὰ μὲν ἠθικά, τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δ' ἐνθουσιαστικὰ τιθέντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] εμπνεύσεως ή ενθουσιασμού, εμπνευσμένος («ἐνθουσιαστική [[ἔκστασις]]», Ιάμβλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνθουσιαστικόν</i><br />[[ενθουσιασμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενθουσιαστικώς</i>, -<i>ά</i><br />με ενθουσιασμό, με τρόπο που εμπνέει ενθουσιασμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθουσιαστικός:''' -ή, -όν, εμπνευσμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}