3,274,821
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐναγής]], -ές)<br />αυτός που ενέχεται σε [[άγος]], ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή [[ανοσιούργημα]], [[καταραμένος]], αφορισμένος, [[αποτρόπαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους ή πράγμ.) [[βδελυρός]], [[μυσαρός]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεσμεύεται με [[κατάρα]] [[εναντίον]] του για την [[περίπτωση]] απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῑ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐναγῶς</i><br />[[ευσεβώς]], με σεβασμό. | |mltxt=-ές (AM [[ἐναγής]], -ές)<br />αυτός που ενέχεται σε [[άγος]], ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή [[ανοσιούργημα]], [[καταραμένος]], αφορισμένος, [[αποτρόπαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους ή πράγμ.) [[βδελυρός]], [[μυσαρός]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεσμεύεται με [[κατάρα]] [[εναντίον]] του για την [[περίπτωση]] απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῑ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐναγῶς</i><br />[[ευσεβώς]], με σεβασμό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνᾰγής:''' -ές, = ἐν [[ἅγει]] ὤν ([[ἅγος]]), [[καταραμένος]], αφορισμένος, [[αναθεματισμένος]], Λατ. [[piacularis]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |