Anonymous

ἔμπεδος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπεδος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[στερεά]] στηριγμένος στο [[έδαφος]] («ἔμπεδον τεῑχος»)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] στη [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[κατάσταση]], [[ιδιότητα]]) [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[έμπεδο]]<br />στρατιωτική [[μονάδα]] σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην [[έδρα]] της [[τακτική]] [[μονάδα]] η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἔμπεδον</i> και [[ἔμπεδα]]<br /><b>1.</b> [[σταθερά]] («μένειν ἔμπεδον»)<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], [[χωρίς]] [[διακοπή]] («θέειν ἔμπεδον)<br /><b>3.</b> ασφαλώς, πολύ καλά («[[ἴσθι]] τόδ' ἔμπεδον»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπεδος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[στερεά]] στηριγμένος στο [[έδαφος]] («ἔμπεδον τεῑχος»)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] στη [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[κατάσταση]], [[ιδιότητα]]) [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[έμπεδο]]<br />στρατιωτική [[μονάδα]] σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην [[έδρα]] της [[τακτική]] [[μονάδα]] η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἔμπεδον</i> και [[ἔμπεδα]]<br /><b>1.</b> [[σταθερά]] («μένειν ἔμπεδον»)<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], [[χωρίς]] [[διακοπή]] («θέειν ἔμπεδον)<br /><b>3.</b> ασφαλώς, πολύ καλά («[[ἴσθι]] τόδ' ἔμπεδον»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμπεδος:''' -ον (ἐν, [[πέδον]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[έδαφος]], [[ακίνητος]], [[άκαμπτος]], [[ακλόνητος]], [[ασάλευτος]], στέρεος, σε Όμηρ.· λέγεται για γεγονότα, [[βέβαιος]] και [[σίγουρος]], [[δεδομένος]], [[αδιάσειστος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[διαρκής]], [[συνεχής]], [[αδιάκοπος]], [[μόνιμος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. <i>ἔμπεδον</i> ως επίρρ., <i>μένειν ἔμπεδον</i>, [[σταθερά]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[θέειν]] ἔμπεδον, συνεχές [[τρέξιμο]], [[τρέξιμο]] [[χωρίς]] [[ανάπαυση]], [[χωρίς]] [[διακοπή]], στο ίδ.· επιτετ., ἔμπεδον [[αἰέν]], στο ίδ.· ομοίως και σε πληθ., τίκτει δ' [[ἔμπεδα]] μῆλα, τα κοπάδια γεννούν τακτικά, ανελλιπώς, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης σε Αττ. ποιητές, λέγεται για [[ασφάλεια]] ή [[βεβαιότητα]], σε Σοφ.· [[αλλά]] συχνότερα, [[ἐμπέδως]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}