Anonymous

ἔναρον: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_21)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔναρον''': τό, ἑνικὸν τοῦ [[ἔναρα]], ἀλλ’ οὐχὶ ἐν χρήσει.
|lstext='''ἔναρον''': τό, ἑνικὸν τοῦ [[ἔναρα]], ἀλλ’ οὐχὶ ἐν χρήσει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνᾰρον:''' τό, ενικ. του [[ἔναρα]], σε αχρησ.
}}
}}