Anonymous

ἐνίψω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνιψῶ, -άω (Α)<br />ποιητ. τ. του <i>εμψώ</i>.
|mltxt=ἐνιψῶ, -άω (Α)<br />ποιητ. τ. του <i>εμψώ</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνίψω:''' μέλ. του [[ἐνέπω]] και του [[ἐνίπτω]].
}}
}}