Anonymous

ἔνδηλος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνδηλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[φανερός]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γνωστός]] («[[καίπερ]] οὐ βουλόμενοι ἔνδηλοι [[εἶναι]] τοις Ἀθηναίοις», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνδηλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[φανερός]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γνωστός]] («[[καίπερ]] οὐ βουλόμενοι ἔνδηλοι [[εἶναι]] τοις Ἀθηναίοις», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνδηλος:''' -ον, = [[δῆλος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φανερός]], [[εμφανής]], [[προφανής]], [[σαφής]], [[καταφανής]], [[ολοφάνερος]], σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εμφανής]], [[ορατός]], αυτός που έχει αποκαλυφθεί, ανακαλυφθεί, [[γνωστός]], [[πασίδηλος]], [[οφθαλμοφανής]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-λως</i>, υπερθ. <i>-ότατα</i>, στον ίδ.
}}
}}