Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔντριχος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔντριχος]], -ον (AM)<br />ο [[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[πάνω]] τις [[τρίχες]] του («ἔντριχον [[δέρμα]]», Τζέτζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἔντριχον, ἀσθενές»<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔντριχον</i><br />[[περούκα]], [[φενάκη]], προσθετή [[κόμη]].
|mltxt=[[ἔντριχος]], -ον (AM)<br />ο [[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[πάνω]] τις [[τρίχες]] του («ἔντριχον [[δέρμα]]», Τζέτζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἔντριχον, ἀσθενές»<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔντριχον</i><br />[[περούκα]], [[φενάκη]], προσθετή [[κόμη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔντρῐχος:''' -ον ([[θρίξ]]), [[μαλλιαρός]], [[τριχωτός]], σε Ανθ.
}}
}}