Anonymous

ἐξελεύθερος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξελεύθερος]], ο (Α) [[ελεύθερος]]<br />[[δούλος]] ([[πιθανώς]] για χρέη) που απέκτησε την [[ελευθερία]] του.
|mltxt=[[ἐξελεύθερος]], ο (Α) [[ελεύθερος]]<br />[[δούλος]] ([[πιθανώς]] για χρέη) που απέκτησε την [[ελευθερία]] του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ, ἡ, αυτός που από [[δούλος]] γίνεται [[ελεύθερος]], [[απελεύθερος]], Λατ. [[libertus]], [[libertinus]], σε Κικ.
}}
}}