Anonymous

ἐντρέπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐντρέπω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[εντρέπομαι]].
|mltxt=[[ἐντρέπω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[εντρέπομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντρέπω:''' μέλ. <i>-τρέψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στρέφω]], <i>τὰ νῶτα</i>, σε Ηρόδ.· [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]], [[μετατρέπω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. ή Παθ., αόρ. βʹ ἐνετράπην [ᾰ], στρέφομαι, [[καθυστερώ]], [[διστάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., στρέφομαι προς κάποιον, [[δίνω]] [[προσοχή]], [[αποδίδω]], [[απονέμω]] σεβασμό, [[σέβομαι]] ή [[εκτιμώ]], σε Όμηρ., Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[φροντίζω]] να, σε Θέογν.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[ντρέπομαι]] ή [[φοβάμαι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}