Anonymous

ἐξυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξυφαίνω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξηλώνω]] αυτό που ύφανα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηχανεύομαι]], [[μηχανορραφώ]] («[[εξυφαίνω]] [[συνωμοσία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ολοκληρώνω]] την ύφανση<br /><b>2.</b> [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]] («ἐξύφαινε... [[φόρμιγξ]] [[μέλος]] πεφιλημένον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ετοιμάζομαι.
|mltxt=(AM [[ἐξυφαίνω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξηλώνω]] αυτό που ύφανα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηχανεύομαι]], [[μηχανορραφώ]] («[[εξυφαίνω]] [[συνωμοσία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ολοκληρώνω]] την ύφανση<br /><b>2.</b> [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]] («ἐξύφαινε... [[φόρμιγξ]] [[μέλος]] πεφιλημένον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ετοιμάζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξῠφαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[αποτελειώνω]] την ύφανση, σε Ηρόδ.
}}
}}