Anonymous

ἐξορμάω: Difference between revisions

From LSJ
4
(Autenrieth)
(4)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only aor. [[part]]. intrans., ἐξορμήσᾶσα, starting [[away]] ([[from]] the [[direction]] intended), Od. 12.221†.
|auten=only aor. [[part]]. intrans., ἐξορμήσᾶσα, starting [[away]] ([[from]] the [[direction]] intended), Od. 12.221†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξορμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> αποστέλνω, [[στέλνω]] σε πόλεμο, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>ἐξ. τὴν ναῦν</i>, [[ξεκινώ]] το [[πλοίο]], το [[οδηγώ]] στο [[πέλαγος]], σε Θουκ. — Παθ., επιβιβάζομαι, [[ξεκινώ]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για βέλη, [[ορμώ]], εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι από το [[τόξο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ωθώ σε [[δράση]], [[παροτρύνω]], [[παρορμώ]], στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. ως Παθ., [[εκπλέω]], [[ξεκινώ]], λέγεται για [[πλοίο]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· με γεν., [[φεύγω]], [[αποχωρώ]], [[αναχωρώ]] από, σε Ευρ.· μεταφ., [[ξεσπώ]], λέγεται για [[ασθένεια]], σε Σοφ.· σφοδρὸς ἐφ' [[ὅτι]] ἐφορμήσειε, [[σφοδρός]], [[έντονος]] σε οτιδήποτε επιχείρησε, σε Πλάτ.
}}
}}