Anonymous

ἔντεα: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔντεα]], τα (σπάν. στον εν. [[έντος]]) (Α)<br /><b>1.</b> πολεμικά όπλα, [[πανοπλία]] («οἱ [[ἔντεα]] κεῑται ἀρήια», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θώρακας]]<br /><b>3.</b> σκεύη ή εξαρτήματα α) «[[ἔντεα]] [[ναός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />β. «[[ἔντεα]] [[δαιτός]]»)<br /><b>4.</b> μουσικά όργανα («σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν [[γόον]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[έντεα]] στον ενικό απαντά μία μόνο [[φορά]] στον Αρχίλοχο. Αν το -<i>τος</i> του [[έντος]] (ή το -<i>τυς</i> του <i>έντυς</i><br /><b>βλ.</b> [[εντύνω]]) θεωρηθεί [[επίθημα]], [[τότε]] η λ. [[είναι]] δυνατόν να αναχθεί σε [[ρίζα]] <i>sen</i>- «[[ετοιμάζω]], [[εκπονώ]], [[αποπερατώνω]]», της οποίας η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sn</i>- απαντά στο [[ανύω]] και η [[απαθής]] στο [[αυθέντης]]].
|mltxt=[[ἔντεα]], τα (σπάν. στον εν. [[έντος]]) (Α)<br /><b>1.</b> πολεμικά όπλα, [[πανοπλία]] («οἱ [[ἔντεα]] κεῑται ἀρήια», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θώρακας]]<br /><b>3.</b> σκεύη ή εξαρτήματα α) «[[ἔντεα]] [[ναός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />β. «[[ἔντεα]] [[δαιτός]]»)<br /><b>4.</b> μουσικά όργανα («σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν [[γόον]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[έντεα]] στον ενικό απαντά μία μόνο [[φορά]] στον Αρχίλοχο. Αν το -<i>τος</i> του [[έντος]] (ή το -<i>τυς</i> του <i>έντυς</i><br /><b>βλ.</b> [[εντύνω]]) θεωρηθεί [[επίθημα]], [[τότε]] η λ. [[είναι]] δυνατόν να αναχθεί σε [[ρίζα]] <i>sen</i>- «[[ετοιμάζω]], [[εκπονώ]], [[αποπερατώνω]]», της οποίας η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sn</i>- απαντά στο [[ανύω]] και η [[απαθής]] στο [[αυθέντης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔντεα:''' -ων, τά,<br /><b class="num">I.</b> πολεμικές μηχανές, πολεμικά όπλα, πανοπλίες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκεύη]], εξαρτήματα, [[ἔντεα]] [[δαιτός]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἔντεα]] [[νηός]], [[εξοπλισμός]], [[εξάρτιση]] πλοίου, ναυτικά σύνεργα, εργαλεία, σε Ομηρ. Ύμν.· [[ἔντη]] δίφρου, [[ιπποσκευή]], χάμουρα αλόγου, σε Αισχύλ.
}}
}}