Anonymous

ἔοικα: Difference between revisions

From LSJ
3,565 bytes added ,  30 December 2018
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔοικα]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μοιάζω]], [[φαίνομαι]] όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ [[μάλιστα]] μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μοιάζω]] με κάποιον σε [[κάτι]] («τά γ' [[ὄπισθε]] Μαχάονι [[πάντα]] ἔοικεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φαίνομαι]] ότι [[πράττω]] [[κάτι]] («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> μού φαίνεται, [[νομίζω]] («[[ἔοικα]] δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἔοικε</i><br />α) <b>φρ.</b> «ὡς ἔοικε» — [[καθώς]] φαίνεται<br />β) (σε [[απάντηση]]) <i>ἔοικε</i><br />[[έτσι]] φαίνεται, φαίνεται πως [[έτσι]] έχει το [[πράγμα]]<br /><b>6.</b> αρμόζει («τὸ μὲν ἀπιέναι άπὸ πολεμίων οὐδενὶ καλῷ ἔοικε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἐοικώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i> και [[εἰκώς]], <i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />α) όμοιος με κάποιον<br />β) [[κατάλληλος]]<br />γ) [[εύλογος]]<br />δ) [[πιθανός]]<br />ε) <b>φρ.</b> «ὡς [[εἰκός]]» — [[καθώς]] φαίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐοικότως]] και [[εἰκότως]] (Α)<br /><b>1.</b> όμοια, ανάλογα με κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> εύλογα, όπως αναμενόταν<br /><b>3.</b> δίκαια<br /><b>4.</b> στο [[τέλος]] της προτάσεως για [[έμφαση]] («ἡ δὲ ἡμετέρα ἀρχὴ χαλεπὴ δοκεῑ [[εἶναι]], [[εἰκότως]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[έοικα]], αρχ. παρακμ. άχρηστου ενεστώτα [[είκω]], προερχόμενος από τ. <i>Fε</i>-<i>Fοικ</i>-<i>α</i>, εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> κυπρ. <i>Fεικόνα</i> <span style="color: red;"><</span> [[εικών]]), με την οποία σχηματίζεται η μτχ. παρακμ. <i>εοικώς</i>, όπως και το απρμφ. παρακμ. <i>εοικέναι</i>. Ο υπερσ. <i>εφκει</i> (<span style="color: red;"><</span> (<i>ε</i>)- <i>Fε</i>-<i>Fοικ</i>-<i>ει</i>) σχηματίζεται από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<i>Fωκ</i>-), ενώ η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>Fικ</i>-) εμφανίζεται στον ομ. τ. του δυϊκού αριθμού <i>έϊκτον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικ</i>-<i>τον</i>), στη μτχ. παρακμ. <i>εικώς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικ</i>-<i>Fώς</i>), όπως [[επίσης]] και στον «ποιητικό» ενεστώτα <i>εισκω</i> «[[παρομοιάζω]], [[συγκρίνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικσκω</i>), ο [[οποίος]] μαρτυρείται στον Όμηρο και στη [[Σαπφώ]], όπου απαντά και τ. [[ίσκω]] «[[καθιστώ]] [[κάτι]] παρόμοια<br />[[μαντεύω]]». Τέλος, οι ιων. τ. [[οίκα]], <i>οίκασι</i>, [[οικώς]] [[είτε]] [[είναι]] προϊόντα υφαιρέσεως από τους αντίστοιχους τ. του [[έοικα]] [[είτε]] [[είναι]] [[απλώς]] μη διπλασιασμένοι τύποι].
|mltxt=[[ἔοικα]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μοιάζω]], [[φαίνομαι]] όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ [[μάλιστα]] μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μοιάζω]] με κάποιον σε [[κάτι]] («τά γ' [[ὄπισθε]] Μαχάονι [[πάντα]] ἔοικεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φαίνομαι]] ότι [[πράττω]] [[κάτι]] («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> μού φαίνεται, [[νομίζω]] («[[ἔοικα]] δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἔοικε</i><br />α) <b>φρ.</b> «ὡς ἔοικε» — [[καθώς]] φαίνεται<br />β) (σε [[απάντηση]]) <i>ἔοικε</i><br />[[έτσι]] φαίνεται, φαίνεται πως [[έτσι]] έχει το [[πράγμα]]<br /><b>6.</b> αρμόζει («τὸ μὲν ἀπιέναι άπὸ πολεμίων οὐδενὶ καλῷ ἔοικε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἐοικώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i> και [[εἰκώς]], <i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />α) όμοιος με κάποιον<br />β) [[κατάλληλος]]<br />γ) [[εύλογος]]<br />δ) [[πιθανός]]<br />ε) <b>φρ.</b> «ὡς [[εἰκός]]» — [[καθώς]] φαίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐοικότως]] και [[εἰκότως]] (Α)<br /><b>1.</b> όμοια, ανάλογα με κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> εύλογα, όπως αναμενόταν<br /><b>3.</b> δίκαια<br /><b>4.</b> στο [[τέλος]] της προτάσεως για [[έμφαση]] («ἡ δὲ ἡμετέρα ἀρχὴ χαλεπὴ δοκεῑ [[εἶναι]], [[εἰκότως]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[έοικα]], αρχ. παρακμ. άχρηστου ενεστώτα [[είκω]], προερχόμενος από τ. <i>Fε</i>-<i>Fοικ</i>-<i>α</i>, εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ρίζας <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> κυπρ. <i>Fεικόνα</i> <span style="color: red;"><</span> [[εικών]]), με την οποία σχηματίζεται η μτχ. παρακμ. <i>εοικώς</i>, όπως και το απρμφ. παρακμ. <i>εοικέναι</i>. Ο υπερσ. <i>εφκει</i> (<span style="color: red;"><</span> (<i>ε</i>)- <i>Fε</i>-<i>Fοικ</i>-<i>ει</i>) σχηματίζεται από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<i>Fωκ</i>-), ενώ η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>Fικ</i>-) εμφανίζεται στον ομ. τ. του δυϊκού αριθμού <i>έϊκτον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικ</i>-<i>τον</i>), στη μτχ. παρακμ. <i>εικώς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικ</i>-<i>Fώς</i>), όπως [[επίσης]] και στον «ποιητικό» ενεστώτα <i>εισκω</i> «[[παρομοιάζω]], [[συγκρίνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fικσκω</i>), ο [[οποίος]] μαρτυρείται στον Όμηρο και στη [[Σαπφώ]], όπου απαντά και τ. [[ίσκω]] «[[καθιστώ]] [[κάτι]] παρόμοια<br />[[μαντεύω]]». Τέλος, οι ιων. τ. [[οίκα]], <i>οίκασι</i>, [[οικώς]] [[είτε]] [[είναι]] προϊόντα υφαιρέσεως από τους αντίστοιχους τ. του [[έοικα]] [[είτε]] [[είναι]] [[απλώς]] μη διπλασιασμένοι τύποι].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔοικα:''' -ας, -ε, παρακ. με ενεστ. [[σημασία]], [[μοιάζω]] (από το [[εἴκω]], από το οποίο έχουμε και γʹ ενικ. παρατ. [[εἶκε]], φάνηκε καλό, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλ., <i>εἴξω</i>, θα γίνω όμοιος, σε Αριστοφ.).· [[εκτός]] από τους κοινούς τύπους [[ἔοικα]], <i>-ας</i>, <i>-ε</i>, έχουμε Επικ. γʹ δυϊκ. [[ἔϊκτον]] αντί <i>ἐοίκατον</i>, αʹ πληθ. [[ἔοιγμεν]], γʹ πληθ. [[εἴξασι]]· απαρ. [[εἰκέναι]], μτχ. [[εἰκώς]]· — Ιων., [[οἶκα]], μτχ. <i>οἰκῶς</i>, υπερσ. [[ἐῴκειν]], <i>-εις</i>, <i>-ει</i>· γʹ πληθ. <i>ἐῴκεσαν</i>, Επικ. <i>ἐοίκεσαν</i>· Επικ. γʹ δυϊκ. <i>ἐΐκτην</i> αντί <i>ἐῳκείτην</i>· υπερσ. [[ἤϊκτο]]· [[ἔϊκτο]]·<br /><b class="num">I.</b> είμαι όμοιος, [[φαίνομαι]] όμοιος, <i>τινι</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ., [[εκεί]] που χρησιμ. απαρ., <i>αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισι ἐΐκτην</i>, έδειχναν πάντα έτοιμοι να επιβιβαστούν πάνω στο [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἔοικε [[σπεύδοντι]], φαίνεται [[ανήσυχος]], [[ανυπόμονος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μοιάζει, είναι πιθανό· με απαρ., σε φράσεις που αποδίδουμε τρέποντας το [[ρήμα]] σε απρόσωπο, όπως στο Λατ. videro videre, μου φαίνεται, [[νομίζω]], [[βλέπω]], <i>χλιδᾶν ἔοικας</i>, μου φαίνεται, [[νομίζω]] ότι είσαι [[αβρός]], [[τρυφηλός]], [[πολυτελής]], σε Αισχύλ.· [[ἔοικα]] οὐκ [[εἰδέναι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>ἔοικε</i>, φαίνεται· <i>ὡς ἔοικε</i>, όπως φαίνεται, στον ίδ. κ.λπ.· <i>ὡς ἔοικε</i>, χρησιμ. για να προσδιοριστεί [[ένας]] [[ισχυρισμός]], πιθανόν, [[πιστεύω]], [[θεωρώ]], πρέπει, με δοτ. προσ., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> απρόσ. <i>ἔοικε</i>, είναι ταιριαστό, είναι [[ορθό]], σωστό, είναι αποδεκτό, παραδεκτό, είναι [[λογικό]], [[κυρίως]] με αρνητ. και ακολουθ. από απαρ., <i>οὐκ ἔστ'</i>, <i>οὐδὲ ἔοικε</i>, <i>ἀρνήσασθαι</i>, δεν είναι δυνατόν, [[ούτε]] και παραδεκτό να αρνείσαι, σε Όμηρ.<br /><b class="num">IV.</b> μτχ. [[ἐοικώς]], [[εἰκώς]], Ιων. [[οἰκώς]], <i>-υῖα</i>, <i>-ός</i>.<br /><b class="num">1.</b> αυτός που φαίνεται όμοιος, αυτός που μοιάζει, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ταιριαστός]], αρμόζων, [[πρέπων]], [[κατάλληλος]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πιθανός]], ενδεχόμενος, [[εἰκός]] ἐστι αντί <i>ἔοικε</i>, σε Σοφ.· επίσης ὡς [[εἰκός]], Ιων. ὡς [[οἰκός]], αντί <i>ὡς ἔοικε</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}