Anonymous

ἐξυπνίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ξυπνίζω (AM [[ἐξυπνίζω]]) [[έξυπνος]]<br />[[σηκώνω]], [[εγείρω]] από τον ύπνο<br /><b>μσν.</b><br />[[εγείρω]] εκ του τάφου, [[ανασταίνω]].
|mltxt=και ξυπνίζω (AM [[ἐξυπνίζω]]) [[έξυπνος]]<br />[[σηκώνω]], [[εγείρω]] από τον ύπνο<br /><b>μσν.</b><br />[[εγείρω]] εκ του τάφου, [[ανασταίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξυπνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ὕπνος]]), [[σηκώνω]] κάποιον από τον ύπνο, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., αφυπνίζομαι, [[ξυπνώ]], σε Πλούτ.
}}
}}