Anonymous

ἐπανίστημι: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [[ίστημι]]<br /><b>παθ.</b> <i>επανίσταμαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντίπαλος]], εξεγείρομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[επαναστατώ]] («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καθιστώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανεγείρω]] εκ νέου<br /><b>2.</b> [[ξεσηκώνω]], [[κινώ]] σε [[στάση]] [[εναντίον]] κάποιου («τῷ Ἀκυΐνω τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος συσκίου χαράδρας ἐπανίστησιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου<br />β) σηκώνομαι από το [[κρεβάτι]]<br />γ) σηκώνομαι όρθιος («ἐπαναστὰς δὲ ἐπὶ τοῡ καταστρώματος ἐσκόπει τοὺς αὑτοῡ ἐπιτηδείους», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) σηκώνομαι [[μετά]] από κάποιον ή με τη [[διαταγή]] κάποιου<br />ε) σηκώνομαι για να μιλήσω («ἐπαναστὰς δ' ὁ Φιλοκράτης... ἔφη», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (για κτίσματα) υψώνομαι [[πάνω]] από μια [[επιφάνεια]], εγείρομαι, ιδρύομαι<br /><b>5.</b> (για όγκο ή [[οίδημα]]) πρήζομαι<br /><b>6.</b> [[προεξέχω]], [[προβάλλω]]<br /><b>7.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ ἐπανεστεῶτες</i> <b>ιων. τ.</b><br />οι επαναστάτες<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἐπανίσταμαι τυραννεῑν» — [[επαναστατώ]] για να γίνω [[τύραννος]]<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπανίσταμαι</i><br />[[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]] ερωτικά.
|mltxt=(AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [[ίστημι]]<br /><b>παθ.</b> <i>επανίσταμαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντίπαλος]], εξεγείρομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[επαναστατώ]] («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καθιστώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανεγείρω]] εκ νέου<br /><b>2.</b> [[ξεσηκώνω]], [[κινώ]] σε [[στάση]] [[εναντίον]] κάποιου («τῷ Ἀκυΐνω τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος συσκίου χαράδρας ἐπανίστησιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου<br />β) σηκώνομαι από το [[κρεβάτι]]<br />γ) σηκώνομαι όρθιος («ἐπαναστὰς δὲ ἐπὶ τοῡ καταστρώματος ἐσκόπει τοὺς αὑτοῡ ἐπιτηδείους», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) σηκώνομαι [[μετά]] από κάποιον ή με τη [[διαταγή]] κάποιου<br />ε) σηκώνομαι για να μιλήσω («ἐπαναστὰς δ' ὁ Φιλοκράτης... ἔφη», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (για κτίσματα) υψώνομαι [[πάνω]] από μια [[επιφάνεια]], εγείρομαι, ιδρύομαι<br /><b>5.</b> (για όγκο ή [[οίδημα]]) πρήζομαι<br /><b>6.</b> [[προεξέχω]], [[προβάλλω]]<br /><b>7.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ ἐπανεστεῶτες</i> <b>ιων. τ.</b><br />οι επαναστάτες<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἐπανίσταμαι τυραννεῑν» — [[επαναστατώ]] για να γίνω [[τύραννος]]<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπανίσταμαι</i><br />[[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]] ερωτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνέστησα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ἐπανοικοδομώ, [[ανεγείρω]] εκ νέου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεσηκώνω]] κάποιον [[εναντίον]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Μέσ. μέλ., Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι [[μετά]] από κάποιον ή με [[διαταγή]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· σηκώνομαι απ' το [[κρεβάτι]], σε Αριστοφ.· σηκώνομαι για να μιλήσω, σε Δημ.· λέγεται για κτίρια, ανεγείρομαι, κτίζομαι, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[επαναστατώ]], ξεσηκώνομαι [[εναντίον]], [[συμμετέχω]] σε [[επανάσταση]] [[εναντίον]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· απόλ., εγείρομαι, [[συμμετέχω]] σε [[εξέγερση]], [[σηκώνω]] [[επανάσταση]], στον ίδ.
}}
}}