Anonymous

ἐπημοιβός: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπημοιβός]], -όν και -ός, -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει για [[αλλαγή]], [[ανταλλακτικός]] («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επάλληλος]], [[σταυρωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αμοιβός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αμείβω]]), το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[ἐπημοιβός]], -όν και -ός, -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει για [[αλλαγή]], [[ανταλλακτικός]] («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επάλληλος]], [[σταυρωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αμοιβός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αμείβω]]), το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπημοιβός:''' -όν ([[ἀμείβω]]),<br /><b class="num">1.</b> εναλλασσόμενος, διασταυρούμενος, λέγεται για μάνταλα ή σύρτες πόρτας, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αλλάζει, <i>χιτῶνες</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}