Anonymous

ἐπιθυμητικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιθυμητικός]], -ή, -όν) [[επιθυμηση]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιθυμητικόν</i><br />το [[μέρος]] της ψυχής όπου έχουν την [[έδρα]] τους οι επιθυμίες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ποθητός]]<br /><b>2.</b> [[ωραίος]], [[ευχάριστος]]<br /><b>3.</b> (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά<br /><b>4.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιθυμεί σφοδρά [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιθυμητικῶς</i> (Α) («ἐπιθυμητικῶς ἔχω τινός» — [[επιθυμώ]] [[κάτι]]).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιθυμητικός]], -ή, -όν) [[επιθυμηση]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιθυμητικόν</i><br />το [[μέρος]] της ψυχής όπου έχουν την [[έδρα]] τους οι επιθυμίες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ποθητός]]<br /><b>2.</b> [[ωραίος]], [[ευχάριστος]]<br /><b>3.</b> (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά<br /><b>4.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιθυμεί σφοδρά [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιθυμητικῶς</i> (Α) («ἐπιθυμητικῶς ἔχω τινός» — [[επιθυμώ]] [[κάτι]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθῡμητικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιθυμεί, αυτός που έχει την [[επιθυμία]], αυτός που ποθεί [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[ἐπιθυμητικῶς]] ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, στον ίδ.
}}
}}